Ανάμνηση
Την
είδε από μακριά κι η ψυχή του έκανε ένα
τίναγμα κι ένα κρακ από εκείνα που του
‘λεγαν πως ήταν ακόμα ζωντανός, νέος,
έτοιμος για τα μεγάλα που δίνουν ομορφιά
και κίνηση και δύναμη στις σύντομες
ανθρώπινες ζωές.
Προχώρησε
λίγο, να μικρύνει την απόσταση, να την
δει καλύτερα. Όρθια στην άκρη του βράχου
τον κοίταζε με αδημονία κι ένα χαμόγελο
γλυκό στο μελαχρινό της πρόσωπο. Πίσω
της σκληρή πέτρα, κάτω στο γκρεμό το
ποτάμι έσκαβε τη γη αφρίζοντας κατάλευκο
και πάνω της ένας ήλιος καθαρός, βουνίσιος,
χαμογελούσε ανάμεσα από άσπρα σύννεφα.
Έβαλε
το χέρι του στο μέτωπο να κάνει αντήλιο
και την είδε καλά πια. Νέα, κοπέλα που
θα ‘λεγε, μικρόσωμη, με μαύρα γυαλιστερά
μαλλιά, χείλη φουσκωμένα σαν ωριμασμένο
βύσσινο και κάτι μάτια μελιά, καθρέφτες
ψυχής, πάντα τα σήκωνε καθώς τον κοίταζε
κι εκείνος έβλεπε μέσα τους αγάπη και
έγνοια κι έρωτα.
«Ήρθα»,
του είπε και το άρωμά της τον τύλιξε από
όλες τις μεριές, πικάντικο, κοριτσίστικο,
πάντα όταν την φιλούσε αυτό ξεσήκωνε
φουρτούνες μέσα του.
Άνοιξε
τα χέρια για να την πάρει αγκαλιά κι
ύστερα έμεινε για λίγο άπραγος και
σιωπηλός, τούτη την στιγμή ήθελε να την
ζήσει ατόφια, να μην μπει ανάμεσά τους
ούτε ήχος, ούτε παράπονο, ούτε τραγούδι.
Μόνο το άγγιγμα να νιώσει, τα χέρια του
δυνατά, ατσαλένια, προστατευτικά να
σφιχτούν γύρω της, να μην ξαναφοβηθεί
ποτέ της, να ξεχάσει τι είναι μοναξιά,
να ξέρει πως πάντα και παντού θα είναι
φύλακας άγγελος, μην του την πειράξουν.
-Γιατί
έφυγες ; ρώτησαν κι οι δυο μ’ ένα στόμα
και το βουητό του νερού πήρε τις λέξεις
και τις έσβησε πάνω στα βράχια.
Γιατί
… γιατί … γιατί δεν έχουν όλα τα «γιατί»
απάντηση .
Γιατί
η ζωή κυλάει σαν το άγριο ποτάμι και
παρασέρνει και ζωές και αγάπες και
όνειρα και φιλοδοξίες και φόβους και
αναστολές και υποταγές και μόνο κάτι
λίγοι θαρραλέοι της πάνε κόντρα
αποφασισμένοι και να τσακιστούν ακόμα
για χάρη αυτών που αγάπησαν.
-Πάμε,
της είπε. Αποφασιστικά το είπε. Φτάνει
μια φορά που την έχασε, άλλη δεν θα
υπήρχε.
-Πού;
-Να
συνεχίσουμε το ταξίδι μας.
-Μα
ως εδώ ήταν ο δικός μας δρόμος.
-Εδώ
ήταν μόνο για μια στάση. Για να δει ο
καθένας μόνος του το βαθύ ποτάμι, τη
σκληράδα των βράχων, το πέταγμα των
πουλιών, την μοναξιά του σύννεφου, τις
κορυφές των βουνών, την αγριάδα της
καταιγίδας, το σφύριγμα του ανέμου. Έλα
τώρα, δώσε μου το χέρι σου να φύγουμε.
Άπλωσε
το χέρι της κι εκείνος βιάστηκε να το
κλείσει στο δικό του. Να νιώσει όπως
τότε που κάποιες φορές το άγγιζε για
λίγο στα κρυφά, κάτω από καρό τραπεζομάντηλα,
να πάρει μια φευγαλέα ζεστασιά απ’ την
επαφή τους κι ύστερα σήκωνε το ποτήρι
του, «γεια μας» έλεγε στην παρέα και
μια φλογίτσα του έρωτα τρεμόπαιζε αόρατη
στα μάτια του. Ύστερα κοίταξε την άδεια
του παλάμη. Μα πού ήταν το χέρι της; Γιατί
δεν το έβλεπε; Γιατί δεν ένιωθε την
ζεστασιά του;
-Πού
είναι το χέρι σου;
-Εδώ.
-Μα
πού;
-Εδώ.
Έμεινε
για λίγο απορημένος να κοιτάζει την
γυναίκα που είχε απέναντι. Τα μαλλιά
της ήταν αλλιώτικα. Το σώμα της αλλιώτικο.
Το άρωμά της δεν του θύμιζε τίποτε, καμιά
στιγμή. Κι η φωνή! Αυτή η φωνή που
άκουσε ήταν και δεν ήταν η φωνή της,
τούτα τα μάτια ήταν και δεν ήταν μάτια
της. Και το βλέμμα της ήταν και δεν
ήταν δικό της.
-Ποια
είσαι, ρώτησε.
-Αυτή
που ζητάς.
-Όχι,
όχι. Δεν ζητώ εσένα. Την άλλη θέλω, εκείνη
την μικρή με τα μαύρα μαλλιά και τα δικά
σου πήραν να ασπρίζουν. Πού είναι; Γιατί
έφυγε;
-Εκείνη
δεν υπάρχει πια.
-Μα
πώς; Αφού την είδα. Πριν από λίγο ήταν
εδώ.
-Αυτό
που είδες ήταν η εικόνα της. Η εικόνα
που μέσα σου κράτησες και την
έθρεψες κάποιες νύχτες που η μοναξιά
σ’ έζωνε ασφυκτική και σε πονούσε. Που
την ζωντάνευε για λίγο ένα τραγούδι που
κάποτε ακούσατε μαζί, μια φωνή που της
έμοιαζε, ένα άρωμα που σου την θύμιζε.
Που την έφερνε μπροστά σου ένας δρόμος
που τον περάσατε μαζί κάποια νύχτα
καλοκαιρινή και σταματήσατε για λίγο
στην άκρη του και φιληθήκατε. Που την
αποζητούσες κάθε φορά όταν η απογοήτευση
μιας πραγματικής ζωής σε πίκραινε. Είναι
η εικόνα της γυναίκας που έμεινε αλώβητη,
που δεν συνθλίφτηκε απ’ το βάρος της
καθημερινότητας, μιας γυναίκας που είχε
την τύχη να μείνει για πάντα η ιδανική
ερωμένη αφού δεν πρόλαβε να την χαλάσει
η ρουτίνα, είναι αυτή που την ταύτισες
με τα νιάτα σου, τότε που ήσουν όμορφος
και δυνατός κι ονειροπόλος, τότε που οι
μέρες που είχες μπροστά σου ήταν διπλάσιες
απ’ αυτές που είχες πίσω σου και έτρεχες
βιαστικός προς το αύριο.
-Τι
θέλεις να μου πεις τώρα;
-Θέλω
να σου πω, ότι αυτή που ζητάς δεν είναι
παρά μια ανάμνηση, μια αντανάκλαση από
ένα φως που κάποτε υπήρξε, ένας
αντικατοπτρισμός πολύ συνηθισμένος
στους κουρασμένους ταξιδιώτες της
μεγάλης ερήμου που λέγεται ζωή.
-Κι
αν θελήσω να τη βρω αληθινή, με σάρκα
και οστά, ξέρεις μήπως πού μπορώ,
ρώτησε και σκέφτηκε πως μερικές αναμνήσεις
ίσως άξιζαν καλύτερο μέλλον.
Η
γυναίκα χαμογέλασε. Πικρά κι αυτή. Και
του θύμισε λίγο την κοπέλα που έχασε
κάποτε.
-Άλλαξε
πολύ από τότε. Τα χρόνια βλέπεις ... Στην
ουσία ένα τραίνο είναι που κυλάει πάντα
στις ίδιες ράγες. Ή καλύτερα, ένα
καράβι είναι όπως κι εσύ, στον ίδιο
ωκεανό όπου σε έβγαλε και το δικό σου
ποτάμι. Πλέει, πάει αργά βέβαια,
σε ρότα σταθερή, πολυκαιρισμένη, χωρίς
μαγευτικές παραλίες και εξωτικά λιμάνια.
Μα αν τύχει και συναντηθείτε στο
ταξίδι σας, θα την αναγνωρίσεις οπωσδήποτε.
Θα έχει το ίδιο ζεστό βλέμμα όπως και
τότε. Θα είναι κι αυτό βλέμμα αγάπης,
μιας άλλης αγάπης όμως, ώριμης, που μέσα
της χωράει κατανόηση, αποδοχή, συγχώρεση,
ευχές, φιλία, τρυφεράδα, στοργή. Και μια
πίκρα για ό,τι χάθηκε. Και
μια γνώση πως ο χρόνος ποτέ δε γυρίζει
πίσω, πως καμιά στιγμή δεν επαναλαμβάνεται,
πως αυτή είναι η ζωή, ένα ορμητικό ποτάμι
που έναν μόνο προορισμό έχει, να σε
παίρνει μαζί του. Κάπου
εκεί θα δεις κι έναν καλό καπετάνιο να
κρατά το
τιμόνι με χέρι σίγουρο. Και πίσω της
κάτι μικρά, πανέμορφα, παιχνιδιάρικα χελιδονόψαρα
να πετούν χαρούμενα.
Σύντομο
βιογραφικό
Η
Κατερίνα Γκούνα γεννήθηκε στην Κατερίνη,
όπου και έζησε μέχρι που τελείωσε το
Λύκειο. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στη
Θεσσαλονίκη. Εργάστηκε σαν καθηγήτρια
Αγγλικών και Σύμβουλος Επαγγελματικού
Προσανατολισμού σε ΤΕΙ, Γυμνάσια και
Λύκεια της Ελλάδας, καθώς επίσης σε
ελληνικά σχολεία της Βόρειας
Ρηνανίας-Βεστφαλίας της Γερμανίας.
Είναι μητέρα δύο παιδιών. Το μυθιστόρημα
"Επιτέλους, παντρεύομαι..." είναι
το πρώτο της βιβλίο 2010, Ωκεανίδα.
Ακολούθησαν:
«ΟΙ
ΟΜΟΡΦΟΙ ΓΑΜΟΙ ΟΜΟΡΦΑ ΚΑΙΓΟΝΤΑΙ», 2011,
Ωκεανίδα
"Δρόμοι
παλιοί», 2013, Ωκεανίδα
«Επιστροφή
στη χαμένη αθωότητα», Απρίλιος 2015,
Ωκεανίδα